οἰνοκηκίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | οἰνοκηκίς | αἱ | οἰνοκηκῖδες | ||||
γενική | τῆς | οἰνοκηκῖδος | τῶν | οἰνοκηκίδων | ||||
δοτική | τῇ | οἰνοκηκῖδῐ | ταῖς | οἰνοκηκῖσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | οἰνοκηκῖδᾰ | τὰς | οἰνοκηκῖδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | οἰνοκηκίς* | οἰνοκηκῖδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οἰνοκηκῖδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | οἰνοκηκίδοιν | ||||||
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οἰνοκηκίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική οἰνο- + κηκίς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οἰνοκηκίς, -ῖδος θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) στυπτικό παρασκευασμένο από κηκίδες δρυός βρασμένες σε κρασί
Πηγές[επεξεργασία]
- οἰνοκηκίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πατρίς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σφραγίς' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις οξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα οἰνο- (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)