πέτσωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πέτσωμα τα πετσώματα
      γενική του πετσώματος των πετσωμάτων
    αιτιατική το πέτσωμα τα πετσώματα
     κλητική πέτσωμα πετσώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πέτσωμα < πετσώ(νω) + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πέτσωμα ουδέτερο

  1. επικάλυψη με πετσί, δέρμα
  2. το σανίδωμα της στέγης όπου πατάνε τα κεραμίδια
  3. (ναυπηγικός όρος, ιδιωματικό) το περίβλημα σκάφους
  4. χρηματική παροχή από ταμείο για ύποπτες υπηρεσίες
     συνώνυμα: λουφές

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.