λουφές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λουφές | οι | λουφέδες |
γενική | του | λουφέ | των | λουφέδων |
αιτιατική | τον | λουφέ | τους | λουφέδες |
κλητική | λουφέ | λουφέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λουφές < (άμεσο δάνειο) τουρκική ulûfe < αραβική علوفه (ʻalūfa)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λουφές αρσενικό
- (παρωχημένο) αμοιβή, μισθός
- ※ Οἱ εὐτολμότεροι τούτων δράττοντες τὰ ὅπλα καὶ συσσωματούμενοι περιήρχοντο κατατρέχοντες τοὺς ἅρπαγας καὶ ἀποξενώσαντας ἀπ’ αὐτῶν τὴν πατρῴαν γῆν, καὶ διὰ νὰ συντηρῶνται ἠναγκάζοντο νὰ φορολογῶσι τοὺς κατοίκους, λαμβάνοντες παρ’ αὐτῶν τὴν διὰ τοὺς ὑπ’ αὐτοὺς στρατιώτας μισθοδοσίαν, ὀνομαζομένην λουφὲς τῶν παλικαριῶν (Λάμπρος Κουτσονίκας, Γενικὴ ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, Τύποις τοῦ «Εὐαγγελισμοῦ» Δ. Καρακατσάνη, ἐν Ἀθήναις 1864, τ. 2, σελ. ηʹ)
- (παρωχημένο) χρήματα που αποκτήθηκαν ανήθικα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λουφές
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)