παγιοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παγιοποίηση | οι | παγιοποιήσεις |
γενική | της | παγιοποίησης* | των | παγιοποιήσεων |
αιτιατική | την | παγιοποίηση | τις | παγιοποιήσεις |
κλητική | παγιοποίηση | παγιοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παγιοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παγιοποίηση θηλυκό
- η απόδοση ενός πάγιου χαρακτήρα σε κάτι
- σταθεροποίηση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παγιοποίηση