παιπάλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παιπάλη | οι | παιπάλες |
γενική | της | παιπάλης | των | παιπαλών |
αιτιατική | την | παιπάλη | τις | παιπάλες |
κλητική | παιπάλη | παιπάλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παιπάλη < αρχαία ελληνική παιπάλη
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παιπάλη θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πασπάλη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παιπάλη
|