παλιοκάραβο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλιοκάραβο ουδέτερο
- παλιό σκάφος σε κακή κατάσταση.
- πλοίο που παρουσιάζει πολλαπλά προβλήματα.
- κακοτάξιδο πλοίο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλιοκάραβο
|