πανελληνιονίκης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανελληνιονίκης < πανελλήνιος + νίκη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πανελληνιονίκης αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει κερδίσει σε πανελλήνιους αγώνες, ο τίτλος αποδίδεται και στους επόμενους, π.χ. δεύτερος πανελληνιονίκης, τρίτος κτλ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πανελληνιονίκης
|