παντοφλάδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παντοφλάδικο < παντόφλ(α) + -άδικο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παντοφλάδικο και παντουφλάδικο ουδέτερο
- εργαστήριο όπου κατασκευάζονται παντόφλες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παντοφλάδικο
|