πανωγόμι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πανωγόμι τα πανωγόμια
      γενική του πανωγομιού των (πανωγομιών)
    αιτιατική το πανωγόμι τα πανωγόμια
     κλητική πανωγόμι πανωγόμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πανωγόμι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐπανωγόμιον, απανωγόμιν, απανωγόμιον[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πανωγόμι ουδέτερο (δημοτική)

  1. πρόσθετο φορτίο στο σαμάρι (στην ράχη) του ζώου που δρα ως ισορροπιστικό βάρος, στερεωτική σφήνα μεταξύ των κρεμάμενων φορτίων στα πλαϊνά. Μπαίνει πάνω ακριβώς στο σαμάρι του φορτωμένου ζώου και γεμίζει το κενό που αφήνουν οι δύο «μεριές»
    ※  να το 'να το πλευρό, να και τάλλο το πλευρό, να και το πανωγόμι (Νικόλαος Πολίτης) [2]
  2. (μεταφορικά)
    πανωγόμι του 'ρθανε οι κληρονομιές (Ελληνο-αγγλικό Λεξικό Γεωργακά)[3]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παροιμίες[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. επανωγόμιον Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 
  2. @books.google. Πολίτης, Νικόλαος, Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού: Παραδόσεις - Μέρος Α΄. Εν Αθήναις, 1904.
  3. απανογνώμιΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας