παπουτσάκια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παπουτσάκια < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.puˈt͡sa.ca/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παπουτσάκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο
- (γαστρονομία) πιάτο της ελληνικής κουζίνας που αποτελείται από μελιτζάνες γεμιστές με κιμά και σκεπασμένες με μπεσαμέλ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παπουτσάκια
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
παπουτσάκια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παπουτσάκι
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)