παρακοινωνός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρακοινωνός αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος) κάποιος που έχει γίνει συνεταίρος ενός αλλά όχι όλων των συνεταίρων ή που του έχει παραχωρηθεί μέρος ή το σύνολο μετοχικών δικαιωμάτων σε εταιρεία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρακοινωνός
|