παρωτίτιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρωτίτιδα οι παρωτίτιδες
      γενική της παρωτίτιδας των παρωτίτιδων
    αιτιατική την παρωτίτιδα τις παρωτίτιδες
     κλητική παρωτίτιδα παρωτίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρωτίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική parotidite < parotide < αρχαία ελληνική παρά + οὖς. Αναλύεται σε παρ- + ωτ- + -ίτιδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρωτίτιδα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]