παρόλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρόλα | οι | παρόλες |
γενική | της | παρόλας | — | |
αιτιατική | την | παρόλα | τις | παρόλες |
κλητική | παρόλα | παρόλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρόλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική parola < γαλλική parole < υστερολατινική parabola < ελληνιστική κοινή παραβολή [1] (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρόλα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) παχειά λόγια (συνήθως στον πληθυντικό)
- τοπικό, για τη Δυτική Ελλάδα
- λόγος, κουβέντα
- (μεταφορικά) χαζομάρα, ανοησία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρόλα
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ παρόλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)