παταράτσο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παταράτσο < (άμεσο δάνειο) βενετική patarazzo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παταράτσο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) σκοινί που στηρίζει το κατάρτι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παταράτσο
|