περικλάδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | περικλάδι | τα | περικλάδια |
γενική | του | περικλαδιού | των | περικλαδιών |
αιτιατική | το | περικλάδι | τα | περικλάδια |
κλητική | περικλάδι | περικλάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περικλάδι < περι- + κλαδί + -ι ή περικοκλάδι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περικλάδι ουδέτερο
- (βοτανική) το φυτό κύναγχο (Κύναγχον το οξύφυλλο / Cynanchum acutum)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περικλάδι
|