πετρελαιόπισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πετρελαιόπισσα θηλυκό
- η πίσσα που απομένει σε λέβητα πετρελαίου ως παραπροϊόν της καύσης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πετρελαιόπισσα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- πετρελαιόπισσα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)