πετροκέρασο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πετροκέρασο ουδέτερο
- Ποικιλία κερασιού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πετροκέρασο
|
πετροκέρασο ουδέτερο
|