πικρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πικρία | οι | πικρίες |
γενική | της | πικρίας | των | πικριών |
αιτιατική | την | πικρία | τις | πικρίες |
κλητική | πικρία | πικρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πικρία < αρχαία ελληνική πικρία < πικρός
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πικρία θηλυκό
- συναίσθημα θλίψης, λύπη, δυσαρέσκειας κ.λπ.
- ένιωσε μεγάλη πικρία μετά τον χωρισμό του
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πικρία
|