πλήσμη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλήσμη αἱ πλῆσμαι
      γενική τῆς πλήσμης τῶν πλησμῶν
      δοτική τῇ πλήσμ ταῖς πλήσμαις
    αιτιατική τὴν πλήσμην τὰς πλήσμᾱς
     κλητική ! πλήσμη πλῆσμαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλήσμ
γεν-δοτ τοῖν  πλήσμαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλήσμη, -ης θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]