πλατίκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλατίκα | οι | πλατίκες |
γενική | της | πλατίκας | — | |
αιτιατική | την | πλατίκα | τις | πλατίκες |
κλητική | πλατίκα | πλατίκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλατίκα < θέμ- πλατ-ύ, λόγω του πεπλατυσμένης μορφής της και κατάληξη -ίκα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλατίκα αρσενικό
ψάρι, ενδημικό των γλυκών υδάτων του βορείου ημισφαιρίου (επιστημονική ονομασία γένους rutilus rutilus
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
ιχθυολ. rutilus prespenis ιδιαίτερο σπάνιο είδος των λιμνών των Πρεσπών.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλατίκα