πλατίκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλατίκα οι πλατίκες
      γενική της πλατίκας
    αιτιατική την πλατίκα τις πλατίκες
     κλητική πλατίκα πλατίκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πλατίκα «rutilus erythromorphus» της οικογενείας των κυπρινιδών που ενδημεί και σε λίμνες της Ελλάδας άνω του 38ου παραλλήλου.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλατίκα < θέμ- πλατ-ύ, λόγω του πεπλατυσμένης μορφής της και κατάληξη -ίκα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλατίκα αρσενικό

ψάρι, ενδημικό των γλυκών υδάτων του βορείου ημισφαιρίου (επιστημονική ονομασία γένους rutilus rutilus

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

ιχθυολ. rutilus prespenis ιδιαίτερο σπάνιο είδος των λιμνών των Πρεσπών.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]