πνίχτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πνίχτης | οι | πνίχτες |
γενική | του | πνίχτη | των | πνιχτών |
αιτιατική | τον | πνίχτη | τους | πνίχτες |
κλητική | πνίχτη | πνίχτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πνίχτης αρσενικό (θηλυκό πνίχτρα
- αυτός που προκαλεί πνιγμό, θάνατο από πνιγμό
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πνίχτης
|