ποίμνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποίμνη οι ποίμνες
      γενική της ποίμνης των ποιμνών
    αιτιατική την ποίμνη τις ποίμνες
     κλητική ποίμνη ποίμνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποίμνη < αρχαία ελληνική ποίμνη < ποιμήν

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpimni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ποί‐μνη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποίμνη θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) (λόγιο) κοπάδι προβάτων ή άλλων ζώων
  2. (μεταφορικά) (λόγιο) (θρησκεία) οι πιστοί μιας θρησκείας ως σύνολο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]