ποινήτωρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ποινήτωρ | οἱ | ποινήτορες | ||||
γενική | τοῦ | ποινήτορος | τῶν | ποινητόρων | ||||
δοτική | τῷ | ποινήτορῐ | τοῖς | ποινήτορσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | ποινήτορᾰ | τοὺς | ποινήτορᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ποινῆτορ | ποινήτορες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποινήτορε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ποινητόροιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποινήτωρ < αρχαία ελληνική ποινάτωρ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποινήτωρ αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) μεταγενέστερη μορφή του αρχαίου ποινάτωρ
Πηγές[επεξεργασία]
- ποινήτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κτήτωρ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κτήτωρ' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κτήτωρ' αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)