πολιτικαντισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολιτικαντισμός < πολιτικάντ(ης) + -ισμός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /po.li.ti.kan.diˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λι‐τι‐κα‐ντι‐σμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολιτικαντισμός αρσενικό
- (πολιτική, μειωτικό) άσκηση πολιτικής δραστηριότητας χωρίς ευρύτερο όραμα, με στενόμυαλη ιδιοτέλεια, για την εξυπηρέτηση μικροσυμφερόντων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολιτικαντισμός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- πολιτικαντισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)