πολυαλκοόλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολυαλκοόλη < πολυ- + αλκοόλη ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική polyalcool)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολυαλκοόλη θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Polyol στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολυαλκοόλη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πολυ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)