πολυεκατομμυριούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυεκατομμυριούχος < πολυ- + εκατομμυριούχος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυεκατομμυριούχος αρσενικό, (θηλ. πολυεκατομμυριούχος, πολυεκατομμυριούχα)
- κάτοχος περιουσίας πολλών εκατομμυριών
- (μεταφορικά) εξαιρετικά πλούσιος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυεκατομμυριούχος