πολυνίκης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυνίκης αρσενικό
- που έχει πετύχει πολλές νίκες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυνίκης
|
πολυνίκης αρσενικό
|