πολυσεξουαλικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυσεξουαλικότητα < πολυ- + σεξουαλικότητα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική polysexuality ; • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυσεξουαλικότητα θηλυκό
- (νεολογισμός) μορφή σεξουαλικότητας που σχετίζεται με τη συνύπαρξη διαφορετικών τύπων σεξουαλικών σχέσεων· η πολύπλευρη σεξουαλική έλξη, που χαρακτηρίζεται από ερωτικό ενδιαφέρον για πρόσωπα ανεξάρτητα από το βιολογικό φύλο τους και για άτομα με διάφορες έμφυλες ταυτότητες (όχι όμως όλες)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυσεξουαλικότητα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πολυ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)