πολυσεξουαλικότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυσεξουαλικότητα οι πολυσεξουαλικότητες
      γενική της πολυσεξουαλικότητας των πολυσεξουαλικοτήτων
    αιτιατική την πολυσεξουαλικότητα τις πολυσεξουαλικότητες
     κλητική πολυσεξουαλικότητα πολυσεξουαλικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυσεξουαλικότητα < πολυ- + σεξουαλικότητα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική polysexuality ; • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολυσεξουαλικότητα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]