πολύπλευρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολύπλευρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολύπλευρος,[1] μορφολογικά αναλύεται σε πολύ- + -πλευρος.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /poˈli.ple.vɾos/
Επίθετο[επεξεργασία]
πολύπλευρος, -η, -ο
- που έχει πολλές πλευρές
- (μεταφορικά) που έχει ή χαρακτηρίζεται από πολλές όψεις, μορφές, απόψεις (οπτικές γωνίες), ή που εκδηλώνεται σε πολλά πεδία
- ↪ πολύπλευρη προσέγγιση, ανάλυση, διαδικασία
- ↪ πολύπλευρη εξωτερική πολιτική
- ≈ συνώνυμα: πολύμορφος, πολυδιάστατος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολύπλευρος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πολύπλευρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πολύ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πλευρος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)