πολυχρόνιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολυχρόνιο τα πολυχρόνια
      γενική του πολυχρόνιου
πολυχρονίου
των πολυχρόνιων
πολυχρονίων
    αιτιατική το πολυχρόνιο τα πολυχρόνια
     κλητική πολυχρόνιο πολυχρόνια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυχρόνιο < μεσαιωνική ελληνική πολυχρόνιον (από τη φράση στην αρχή του σχετικού ύμνου: «πολυχρόνιον ποιῆσαι...») < αρχαία ελληνική πολυχρόνιος < πολύς + χρόνος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολυχρόνιο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]