πονηράδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πονηράδα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η πονηριά
- (λαϊκότροπο, κατ’ επέκταση) το τέχνασμα, η πανουργία
πονηράδα θηλυκό