πράτιγο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πράτιγο | τα | πράτιγα |
γενική | του | πράτιγου | των | πράτιγων |
αιτιατική | το | πράτιγο | τα | πράτιγα |
κλητική | πράτιγο | πράτιγα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πράτιγο < ιταλική (libera) pratica (πρακτική, εφαρμογή) < pratico < λατινική practicus < αρχαία ελληνική πρακτικός (αντιδάνειο) < πράττω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πράτιγο ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μπόνο πράτιγο: καλώς ξεμπάρκαρες
- Οἱ τέσσαρες ἐμποροπλοίαρχοι ἔστρεψαν τοὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς τὸν νεωστὶ ἐλθόντα καὶ τὸν ἐκοίταξαν ἀπλήστως. «Μπόνο πράτιγο, σινιόρε, ἔκραξεν ὁ Ἰμβριώτης· ἀπεφάσισες, βλέπω, κ᾽ ἐβγῆκες. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο Αμερικάνος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πράτιγο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)