πραγμάτευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πραγμάτευση | οι | πραγματεύσεις |
γενική | της | πραγμάτευσης* | των | πραγματεύσεων |
αιτιατική | την | πραγμάτευση | τις | πραγματεύσεις |
κλητική | πραγμάτευση | πραγματεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πραγματεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πραγμάτευση < (καθαρεύουσα) πραγμάτευσις < πραγματεύομαι + -σις
- Η λέξη πραγμάτευσις δημιουργήθηκε από τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο το 1859 (βλ. Στέφανος Κουμανούδης, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Β, σελ. 834)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πραγμάτευση θηλυκό
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πραγμάτευση