πραιτώριον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πραιτώριον τὰ πραιτώρι
      γενική τοῦ πραιτωρίου τῶν πραιτωρίων
      δοτική τῷ πραιτωρί τοῖς πραιτωρίοις
    αιτιατική τὸ πραιτώριον τὰ πραιτώρι
     κλητική ! πραιτώριον πραιτώρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πραιτωρίω
γεν-δοτ τοῖν  πραιτωρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πραιτώριον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πραιτώριον, -ου ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]