προάγγελος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | προάγγελος | οι | προάγγελοι |
γενική | του | προάγγελου & προαγγέλου |
των | προάγγελων & προαγγέλων |
αιτιατική | τον | προάγγελο | τους | προάγγελους & προαγγέλους |
κλητική | προάγγελε | προάγγελοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προάγγελος < ελληνιστική κοινή προάγγελος < αρχαία ελληνική προαγγέλλω < πρό + ἀγγέλλω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾoˈaŋ.ɟe.los/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προάγγελος αρσενικό ή θηλυκό
- που αναγγέλλει κάτι από πριν, που το γνωστοποιεί εκ των προτέρων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- προαγγελία
- προαγγελμένος
- προαγγέλλω
- προάγγελμα
- → δείτε τις λέξεις προ και άγγελος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)