προπελάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προπελάς αρσενικό
- ο κατασκευαστής ή επισκευαστής προπελών
- Λίγα μέτρα πιο πέρα ο 32χρονος κ. Μ. Σ., προπελάς στην ειδικότητα, ζεσταίνει τα χέρια του στην αυτοσχέδια σόμπα. Ακούει την κουβέντα και συμπληρώνει: «Έχει δίκιο ο μαστρο-Γιώργης. Εγώ μπήκα στα ναυπηγεία όταν ήμουν 22 χρονών και το άγχος του μεροκάματου με έτρωγε κάθε μέρα. Όταν τέλειωνα τη βάρδια μου, πάντα αναρωτιόμουν: Θα είμαι εδώ και αύριο; Το ναυπηγείο έχει να θρέψει 2.000 ψυχές. Μόνο με επισκευές και μερεμέτια θα μπαίναμε σε περιπέτειες. Η ανάπτυξη των ναυπηγείων για μας είναι είναι η ίδια μας η ζωή. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προπελάς
|