προσηλίαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσηλίαση | οι | προσηλιάσεις |
γενική | της | προσηλίασης* | των | προσηλιάσεων |
αιτιατική | την | προσηλίαση | τις | προσηλιάσεις |
κλητική | προσηλίαση | προσηλιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσηλιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσηλίαση < προσηλιάζω + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσηλίαση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προσηλιάζω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσηλίαση
|
Πηγές[επεξεργασία]
- προσηλίαση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)