προσκλησούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσκλησούλα | οι | προσκλησούλες |
γενική | της | προσκλησούλας | — | |
αιτιατική | την | προσκλησούλα | τις | προσκλησούλες |
κλητική | προσκλησούλα | προσκλησούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσκλησούλα < πρόσκληση + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσκλησούλα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσκλησούλα
|