προσοφθάλμιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσοφθάλμιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προσοφθάλμιος < προσ- + οφθαλμός + -ιος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσοφθάλμιο ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- προσοφθάλμιος
- → δείτε τις λέξεις προς και οφθαλμός