προσυγκέντρωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσυγκέντρωση οι προσυγκεντρώσεις
      γενική της προσυγκέντρωσης* των προσυγκεντρώσεων
    αιτιατική την προσυγκέντρωση τις προσυγκεντρώσεις
     κλητική προσυγκέντρωση προσυγκεντρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσυγκεντρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσυγκέντρωση < προ- + συγκέντρωση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προσυγκέντρωση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]