προσυνέδριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | προσυνέδριο | τα | προσυνέδρια |
γενική | του | προσυνέδριου & προσυνεδρίου |
των | προσυνέδριων & προσυνεδρίων |
αιτιατική | το | προσυνέδριο | τα | προσυνέδρια |
κλητική | προσυνέδριο | προσυνέδρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɾo.siˈne.ðɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐συ‐νέ‐δρι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προσυνέδριο ουδέτερο
- συνέδριο που συμβάλλει στην προπαρασκευή τού κυρίως συνεδρίου
Συγγενικά
[επεξεργασία]- προσυνεδριακά
- προσυνεδριακός
- → δείτε τις λέξεις συνέδριο, συν και έδρα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσυνέδριο
|
Πηγές
[επεξεργασία]- προσυνέδριο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)