προτερόχρονο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προτερόχρονο τα προτερόχρονα
      γενική του προτερόχρονου των προτερόχρονων
    αιτιατική το προτερόχρονο τα προτερόχρονα
     κλητική προτερόχρονο προτερόχρονα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προτερόχρονο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προτερόχρονος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προτερόχρονο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

προτερόχρονο