πρωτεπιστάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρωτεπιστάτης αρσενικό
- (θρησκεία) ο πρώτος από τα τέσσερα μέλη της Ιεράς Επιστασίας του Αγίου Όρους
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρωτεπιστάτης
|