πρωτοσπαθάριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωτοσπαθάριος οι πρωτοσπαθάριοι
      γενική του πρωτοσπαθάριου
πρωτοσπαθαρίου
των πρωτοσπαθάριων
πρωτοσπαθαρίων
    αιτιατική τον πρωτοσπαθάριο τους πρωτοσπαθάριους
πρωτοσπαθαρίους
     κλητική πρωτοσπαθάριε πρωτοσπαθάριοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτοσπαθάριος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πρωτοσπαθάριος < πρωτο- + σπαθάριος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρωτοσπαθάριος αρσενικό

  • (ιστορία) τίτλος αξιωματούχων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτοσπαθάριος, λέξη του 7ου/8ου αιώνα < πρωτο- + σπαθάριος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρωτοσπαθάριος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]