πρόσφυξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
προσφῠγ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | πρόσφυξ | οἱ | πρόσφυγες | ||||
γενική | τοῦ | πρόσφυγος | τῶν | προσφύγων | ||||
δοτική | τῷ | πρόσφυγῐ | τοῖς | πρόσφυξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | πρόσφυγᾰ | τοὺς | πρόσφυγᾰς | ||||
κλητική ὦ! | πρόσφυξ | πρόσφυγες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πρόσφυγε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | προσφύγοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πτέρυξ' όπως «πτέρυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρόσφυξ < προσφεύγω, μεταπτωτική βαθμίδα προσφυγ- + -ς
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: πρόσφυγας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρόσφυξ αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) που επιδιώκει την προστασία ή είναι υπό την προστασία κάποιου
Πηγές[επεξεργασία]
- πρόσφυξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πτέρυξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πτέρυξ' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πτέρυξ' αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πτέρυξ' παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)