πρόσφυσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρόσφυσῐς αἱ προσφύσεις
      γενική τῆς προσφύσεως τῶν προσφύσεων
      δοτική τῇ προσφύσει ταῖς προσφύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πρόσφυσῐν τὰς προσφύσεις
     κλητική ! πρόσφυσῐ προσφύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσφύσει
γεν-δοτ τοῖν  προσφυσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρόσφυσις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρόσφυσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές[επεξεργασία]