πτίση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πτίση οι πτίσεις
      γενική της πτίσης* των πτίσεων
    αιτιατική την πτίση τις πτίσεις
     κλητική πτίση πτίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πτίσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πτίση < αρχ. ρήμα πτίσσω


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πτίση θηλυκό

  • ο πτισμός, το ξεφλούδισμα του κριθαριού και άλλων σιτηρών με διάφορα μέσα

Συγγενικά

[επεξεργασία]


Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]