πότισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πότισμα τα ποτίσματα
      γενική του ποτίσματος των ποτισμάτων
    αιτιατική το πότισμα τα ποτίσματα
     κλητική πότισμα ποτίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πότισμα φυτών.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πότισμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πότισμα ουδέτερο

  • παροχή νερού στα φυτά προκειμένου να αναπτυχθούν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]