πῆνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πῆνος οἱ πῆνοι
      γενική τοῦ πήνου τῶν πήνων
      δοτική τῷ πήν τοῖς πήνοις
    αιτιατική τὸν πῆνον τοὺς πήνους
     κλητική ! πῆνε πῆνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πήνω
γεν-δοτ τοῖν  πήνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πῆνος: → δείτε τη λέξη πήνη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πῆνος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη πήνη

Πηγές[επεξεργασία]