ρίγωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρίγωμα | τα | ριγώματα |
γενική | του | ριγώματος | των | ριγωμάτων |
αιτιατική | το | ρίγωμα | τα | ριγώματα |
κλητική | ρίγωμα | ριγώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρίγωμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ριγώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρίγωμα
|